- μόρφωσε
- μορφόωgive shapeaor ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Βαλτινός — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αθανασούλας (Μεσολόγγι 1801 – Αθήνα 1877). Καταγόταν από την οικογένεια των Βαλτινών του Βάλτου. Επειδή ο πατέρας του Ιωάννης υπηρετούσε στην αυλή του Αλή πασά, ο Λεπενιώτης πέταξε στον Αχελώο τον μικρό του γιο Α.,… … Dictionary of Greek
Λυκούδης, Γεώργιος — (Πάτρα 1895 – Αθήνα 1955). Βιολονίστας, αρχιμουσικός και μουσικοκριτικός. Σπούδασε βιολί στην Αθήνα και στο ωδείο των Βρυξελλών. Το 1915 επέστρεψε στην Ελλάδα, διορίστηκε καθηγητής στο Ωδείο Αθηνών και δημιούργησε ένα από τα πρώτα ελληνικά… … Dictionary of Greek
Μάντζαρος, Νικόλαος — (Κέρκυρα 1795 – 1872). Συνθέτης και μουσικοδιδάσκαλος. Ήταν γιος ενός πλούσιου γαιοκτήμονα με το επώνυμο Χαλικιόπουλος (το Μ. προστέθηκε αργότερα). Σπούδασε μουσική, αρχικά στην Κέρκυρα και στη συνέχεια στο περίφημο ωδείο San Pietro a Majella στη … Dictionary of Greek
Μαρής, Δημήτριος — (Ταϊγάνι, Ρωσία 1905 – Αθήνα 1964). Πιανίστας και συνθέτης. Σπούδασε πιάνο και σύνθεση στο ωδείο του Κιέβου και εργάστηκε για μερικά χρόνια ως βοηθός αρχιμουσικού στην εκεί Όπερα. Στην Ελλάδα εγκαταστάθηκε οριστικά το 1925, για να διοριστεί λίγα… … Dictionary of Greek
μορφώνω — μόρφωσα, μορφώθηκα, μορφωμένος 1. δίνω μορφή, σχήμα σε κάτι, διαμορφώνω, σχηματίζω. 2. μτφ., διδάσκω κάποιον μεταδίδοντάς του τις γνώσεις μου: Μόρφωσε πολλές γενιές μαθητών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)